ταραξιππόστρατος

ταραξιππόστρατος
-ον, Α
(ως προσωνυμία τού δημαγωγού Κλέωνος, άσπονδου εχθρού τής παράταξης τών ιππέων) αυτός που προκαλεί αναστάτωση, αναταραχή στην παράταξη τών ιππέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ- τού ταράσσω (πρβλ. ἐτάραξα) + ἵππος + στρατός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταραξιππόστρατον — ταραξιππόστρατος troubling the horse array masc/fem acc sg ταραξιππόστρατος troubling the horse array neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”